Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ – Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
~ Τὴ νύχτα, ἀγαπητοί μου, τὴ νύχτα ἐκείνη, ὅταν οἱ βοσκοὶ φύλαγαν τὰ πρόβατά τους σὲ κάποια πλαγιὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἔλαμπαν μὲ μιὰ ἐξαιρετικὴ ἀνταύγεια, τὴ νύχτα ἐκείνη τὴν ἀλησμόνητη ἀκούστηκε θεσπέσιο ἐμβατήριο.
Ὄχι ἕνας ἢ δύο ἄγγελοι, ἀλλὰ σμῆνος ἀγγέλων, στρατιὰ ὁλόκληρη, ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε στὸν οὐράνιο θόλο καὶ ἔψαλλε τὸ γλυκύτατο «Δόξᾳ ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Δὲν ὑπάρχει στὴν παγκόσμιο φιλολογία ἄλλος ὕμνος ποὺ μὲ τόσο λίγες λέξεις νὰ ἐκφράζῃ τόσο ὑψηλὰ νοήματα. Εἶνε ὕμνος θεσπέσιος, ἀριστούργημα θεϊκό.
Εἶνε ἐπίσημος δοξολογία. Εἶνε περίληψις τοῦ ἔργου ποὺ ἦρθε νὰ ἐπιτελέσῃ στὸν κόσμο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Εἶνε ἀκόμη προφητεία, αἰσιόδοξος προφητεία γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ «καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Τί ἆραγε νὰ σημαίνῃ ὁ λόγος αὐτός;
* * *
Ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πολιτικῶς ἡ ἀνθρωπότης ἦταν ἑνωμένη κάτω ἀπὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ καίσαρος Αὐγούστου.
Πρώτη φορὰ ἐπικρατοῦσε εἰρήνη σὲ ὅλο τὸν κόσμο, εἰρήνη παγκόσμιος. Ἐὰν σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ κράτους, ἀπὸ τὸ Δούναβι καὶ τὸ Ῥῆνο ποταμὸ ἕως κάτω, κάποιος λαὸς ἀτίθασος τολμοῦσε νὰ σηκώσῃ κεφάλι, τὸ κίνημα πνιγόταν ἐντὸς ὀλίγου ἀπὸ τὶς σκληρὲς λεγεῶνες τῆς Ῥώμης. Ἐπικρατοῦσε εἰρήνη, τὴν ὁποία οἱ ἱστορικοὶ ὀνομάζουν μὲ τὸ λατινικὸ ὄνομα «πὰξ Ρομάνα» (pax Romana = Ῥωμαϊκὴ εἰρήνη).
Ὑπῆρχε λοιπὸν σ᾿ ἐκεῖνο τὸν κόσμο εἰρήνη πολιτική. Οἱ λαοὶ ὅμως δὲν ἦταν εὐτυχισμένοι.
Ἡ οἰκουμένη ἀναστέναζε. Καὶ μαντεῖα τῶν Δελφῶν καὶ Σίβυλλες τῆς Ῥώμης καὶ προφητεῖες τοῦ Ἰσραὴλ συνέπιπταν καὶ προφήτευαν, ὅτι θὰ ἔρθῃ Κάποιος, «προσδοκία (τῶν) ἐθνῶν» (Γέν. 49,10), ποὺ θὰ συντρίψῃ μὲ δύναμι τὰ καθεστῶτα τῆς βίας, καὶ πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου κόσμου θὰ ἱδρύσῃ μιὰ νέα ἰδεώδη κοινωνία, τὴ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3,2• 5,3 κ.ἀ.), τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Θὰ ἔρθῃ Ἐκεῖνος.
Τὸ θαυμαστὸ εἶνε, ὅτι καὶ λαοὶ τῆς Ἀμερικῆς, ἀποκομμένοι καὶ χωρὶς καμμία ἐπαφὴ μὲ τοὺς Εὐρωπαίους καὶ τοὺς ἄλλους λαούς, ὅταν ὁ Κολόμβος ἔφθασε στὴν Ἀμερικὴ ἡ πρώτη ἐρώτησι ποὺ ἔκαναν οἱ ἰθαγενεῖς, οἱ βάρβαροι ἐκεῖνοι, ποιά νομίζετε ἦταν• «Ἦρθε;», «ἦρθε;».
Μέχρι ἐκεῖ, ἐκ παραδόσεως, ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν.
Καὶ πράγματι ἦρθε• δὲν εἶνε ψέμα. Εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ πλανήτου μας. Ἦρθε ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Εἶνε Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν οἱ λαοὶ τῆς Ἀμερικῆς, Ἐκεῖνος ποὺ περίμενε ἡ Ῥώμη, Ἐκεῖνος ποὺ περίμενε ἡ Ἀνατολή, Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν οἱ ἀστρονόμοι τῆς Περσίας καὶ οἱ φιλόσοφοι τῆς Ἑλλάδος. Ἦρθε• εἶνε πραγματικότης.
Πῶς ἦρθε; Ὄχι ὡς μονομάχος, ὄχι μὲ δύναμι λεγεώνων. Ἦρθε ἄοπλος. Ἦρθε ὡς Θεῖο βρέφος.
Γεννήθηκε ὑπὸ ταπεινὲς συνθῆκες, στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Γιατί ἦρθε; Ἦρθε, γιὰ νὰ φέρῃ στὸν κόσμο εἰρήνη. Ἀλλὰ ποιά ἆραγε νὰ εἶνε ἡ εἰρήνη αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία ψάλλει ἡ στρατιὰ τῶν ἀγγέλων «…καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη…»; Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μας διαφέρει ἀπὸ τὴν «πὰξ Ρομάνα», τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ἔχει βάθος καὶ πλάτος. Εἶνε εἰρήνη τριπλῆ• εἰρήνη πρῶτον μὲ τὸ Θεό, δεύτερον μὲ τὸν πλησίον, καὶ τρίτον μὲ τὸν ἑαυτό μας.
* * *
⃝ Εἰρήνη μὲ τὸ Θεό. Πῶς νὰ τὸ ἐκφράσω; Μ᾿ ἕνα παράδειγμα.
Ὅταν ἤμασταν μικρὰ παιδιὰ καὶ κάναμε κάποια ἀταξία, τὸ βράδυ ἐκεῖνο δύσκολα πηγαίναμε στὸ σπίτι. Φοβόμασταν τὸν πατέρα. Καὶ μόνο ὅταν ὁ πατέρας μας ἠρεμοῦσε καὶ μὲ ἕνα νεῦμα του καταλαβαίναμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, τρέχαμε κοντά, καὶ μᾶς ἀγκάλιαζε καὶ μᾶς φιλοῦσε, καὶ ἔτσι οἱ σχέσεις πατρὸς καὶ υἱοῦ ἀποκαθίσταντο.
Κάτι παρόμοιο συνέβη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐκτροχιάσθηκε.
Ἔκτοτε τὸν ἀκολουθεῖ μιὰ σκιά, ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς. Εἶνε πανθομολογούμενο ψυχολογικὸ φαινόμενο, εἶνε ἕνα αἴσθημα ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Εἶνε τὸ αἴσθημα ποὺ ἐξέφραζαν οἱ ἀρχαῖοι μὲ τὶς Ἐρινύες, εἶνε αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα «ἄγχος». Οἱ ψυχίατροι δὲν μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸ ἄγχος καὶ οἱ νευροψυχιατρικὲς κλινικὲς ἔχουν πληθυνθῆ. Αὐτὸ τὸ ἄγχος ἐν ἐσχάτῃ ἀναλύσει δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ μία συνέπεια τῆς ἔχθρας μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.
Ἀλλ᾿ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή, «ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ» (Ῥωμ. 5,10).
Ἐπῆλθε ἡ εἰρήνη, ἔγινε τὸ θαῦμα, ὁ ἄνθρωπος συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεό. Τὸ σινικὸ τεῖχος, ποὺ χώριζε οὐρανὸ καὶ γῆ, Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, ἔπεσε. Τὸ γκρέμισε ἕνας• ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δὲν εἶνε ψέμα. Διὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἁμαρτία συγχωρεῖται, ἡ ἐνοχὴ ἀπαλείφεται, καὶ στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του ὁ ἄνθρωπος ἀκούει τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρός.
⃝ Εἰρήνη μὲ τὸν πλησίον ἔπειτα.
Ἡ ἁμαρτία διετάραξε τὶς ἁρμονικὲς σχέσεις ὄχι μόνο μὲ τὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπο. Ἀφ᾿ ὅτου ὁ Κάϊν φόνευσε τὸν Ἄβελ καὶ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς βάφτηκε μὲ αἷμα, ἀπὸ τότε μῖσος ἀβυσσαλέο ἐπικρατεῖ. Ἀποτέλεσμα τοῦ μίσους εἶνε ἐμφύλιοι σπαραγμοί, τοπικοὶ καὶ παγκόσμιοι πόλεμοι. Τὸ μῖσος εἶνε σὰν τὴν ὁμίχλη, μέσα στὴν ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνῃς τὸν ἀπέναντί σου – ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἀδελφὸς πυροβόλησε τὸν ἀδελφό του.
Ἡ ἀπαίσια ὁμίχλη τοῦ μίσους ἐκάλυπτε τὴ γῆ καὶ ἡ ἀγάπη ἦταν ἀνύπαρκτη. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης διέλυσε τὴν ὁμίχλη τοῦ μίσους. Ἔτσι ἐπανέρχεται ἡ εἰρήνη.
⃝ Εἰρήνη μὲ τὸ Θεό, εἰρήνη μὲ τὸν πλησίον, κι ἀκόμη περισσότερο εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας. Περίεργο, καὶ ὅμως ἀληθινό• ἡ ἁμαρτία διέσπασε τὴν ἑνιαία προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, τὸν δίχασε. Δὲν εἴμαστε ἕνας – ψέμα εἶν᾿ αὐτό. Εἴμαστε διπλοῖ, διχασμένοι.
Ὅπως παρατήρησε καὶ ὁ Πλάτων, στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς παλεύουν δύο κόσμοι• τὸ σκοτάδι καὶ τὸ φῶς, ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, ὁ ἄγγελος καὶ ὁ σατανᾶς. Ἄγρια πάλη.
Ἡ μεγαλύτερη μάχη δὲν εἶνε κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ περιγράφει ἡ ἱστορία• εἶνε αὐτὴ ποὺ γίνεται μέσα στὸ στῆθος μας. Πεδίο της εἶνε καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ παλεύουν δύο δυνάμεις. Ἡ μία ὠθεῖ πρὸς τὸν οὐρανό, ἕλκει πρὸς τὰ ἐπάνω. Ἡ ἄλλη θέλει νὰ μᾶς ῥίξῃ κάτω, μᾶς βυθίζει σὰν τὸ μολύβι. Καὶ μοιάζει ὁ ἄνθρωπος μὲ ἀετὸ ποὺ θέλει νὰ πετάξῃ στὰ ὕψη, ἀλλὰ κάποιος τοῦ ἔκοψε τὰ φτερά. Ἰδού τὸ δρᾶμα.
Πόλεμος λοιπὸν μέσα στὰ στήθη μας. Πόλεμος ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννιέται ὁ ἄνθρωπος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Καὶ ἐὰν ὑποτάξῃ τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα, τὸ κατώτερο στὸ ἀνώτερο, τότε νίκη, νίκη ὡραία!
Ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας, ἀνωτέρα νίκη εἶνε «τὸ νικᾶν ἑαυτόν», τὸ νὰ νικᾷς τὸν ἑαυτό σου. Διότι ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βλάψῃ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ κανείς ἄλλος νὰ τὸν βλάψῃ• οὔτε ὁ δαίμονας.
Εἰρήνη λοιπὸν μὲ τὸ Θεό, εἰρήνη μὲ τὸν πλησίον, εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας διὰ τῆς γαλήνης τῆς συνειδήσεως.
* * *
Ὦ εἰρήνη, γλυκὺ ὄνομα καὶ γλυκύτερο πρᾶγμα (βλ. Γρηγορίου Θεολόγου P.G. 35,1132), ποῦ κατοικεῖς, ποῦ βρίσκεσαι; Στὰ ἀνάκτορα, στὶς ἀκαδημίες; Ὄχι. Στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
Τὸ περιστέρι ἀναπαύεται στὶς καρδιὲς τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, τῶν βοσκῶν, ἐκείνων ποὺ ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον» τοῦ Θεοῦ (Ψαλμ. 118,165). «Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη».
–Ἄ, θὰ μοῦ πῆτε, φαντασίες αὐτά. Θεωρίες ὡραῖες. Ποιά εἶνε ὅμως ἡ πραγματικότης;
Πράγματι τὴν ὥρα αὐτὴ στὸν πλανήτη μας ὑπάρχουν πολλὲς ἑστίες πυρός, ἑστίες πολέμου.
Οἱ ὑπερδυνάμεις ἔχουν ἀνοίξει τὰ βουνὰ καὶ σὲ τεχνητὰ σπήλαια ἔχουν κρύψει πυρηνικὲς βόμβες. Λοιπὸν ν᾿ ἀπελπισθοῦμε;
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Εἴμαστε αἰσιόδοξοι. Ἀφ᾿ ὅτου ἀνέτειλε τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, δέσμες ἐλπίδων χύθηκαν στὸν κόσμο. Πιστεύουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ παγκόσμιος ἄξων, τὸ κέντρο τῆς ἀνθρωπότητος, τὸ ἄλφα (Α) καὶ τὸ ὠμέγα (Ω).
Πιστεύουμε, ὅτι μιὰ μέρα θ᾿ ἀνατείλῃ παγκόσμιος εἰρήνη καὶ κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἠσαΐου «τὸ ἀρνὶ θὰ βοσκήσῃ μαζὶ μὲ τὸ λύκο» (Ἠσ. 11,6), τὰ ἔθνη δηλαδὴ τὰ πολεμοχαρῆ θὰ γίνουν φιλειρηνικά. Μυστήριο μέγα θὰ συντελεσθῇ. Καὶ τότε θὰ γίνῃ «μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16), καὶ πάλι στοὺς αἰθέρες θ᾿ ἀντηχῇ τὸ ἐμβατήριο τῶν αἰώνων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.